φιδοζώνω

φιδοζώνω
μέσ. και φιδοζώνουμαι, Ν
μτφ.
1. περιβάλλω κάποιον σαν φίδι
2. μέσ. φιδοζώνομαι και φιδοζώνουμαι
αρχίζω να ανησυχώ υποψιαζόμενος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + ζώνω (πρβλ. μέ ζώσανε τα φίδια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”